- στρεψίκερως
- -ικέρωτος, ο, η, ΝΑονομασία αφρικανικής αντιλόπης με συνεστραμμένα κέρατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στρεψι- τού στρέφω (πρβλ. στρέψις) συνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* + -κερως (< κέρας, -ατος), πρβλ. αιγό-κερως. Ο τ. με τη νεοελλ. του σημ. είναι αντιδάνειος, πρβλ. αγγλ. strepsiceros].
Dictionary of Greek. 2013.